- μελιχρός
- -ή, -ό (Α μελιχρός, -ά, -όν, αρσ. και μελιχρός)1. αυτός που έχει γλυκαθεί με μέλι («μέλιχρος οἶνος», Αλκ.)2. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («αἱ μὲν ἔχοντι λεπτόν... λεπύριον, αἱ δὲ μελίχροι», Θεόκρ.)νεοελλ.1. αυτός που έχει το χρώμα ή τη γλυκύτητα τού μελιού («μελιχρό σούρουπο»)2. μτφ. απαλός, μαλακός, ήπιοςαρχ.1. προσωνυμία τού Σοφοκλέους στον Σιμωνίδη2. μτφ. γλυκός, ωραίος, ευχάριστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + επίθημα -χρος (πρβλ. βδελυ-χρός, πενι-χρός). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, πρόκειται για αιολ. τ. τού μελίχρως].
Dictionary of Greek. 2013.